Η ΗΡΩΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΑΖΙΩΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1912-1913

Μόλις ο ελληνικός στρατός προήλασε στη Μακεδονία και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, αμέσως τότε κατά το Νοέμβριο του 1912, όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Επαρχίας Κόνιτσας, επαναστάτησαν.
Στη λάκκα του Αώου πρώτη-πρώτη ξεσηκώθηκε η ηρωική Βριάζα με αρχηγούς και πρωτοστάτες το Μουχτάρη (Πρόεδρο) της Νικόλα Γούλα, τον ιερέα Παπαθανάση Πίσπα, το Τζήμο Γεράση και το δάσκαλο Ξενοφώντα Παπάζογλου από τη Ντοβρά. Με μερικούς γκράδες που τους είχαν κρυμμένους στο Κοιμητήριο της εκκλησίας από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνος και με άλλους που έφερε ο δάσκαλος από την Κοζάνη, οπλίστηκαν εκατό περίπου Βραζιώτικα παλικάρια και με επικεφαλής τους : Χρήστο Ρόφσια, Νικόλα Καραγιάννη, Γούσια Μάιπα και Γούλαν Κατσίμπαρην, έπιασαν τους γύρω από το χωριό λόφους. Άναψαν δε πολλές φωτιές τη νύχτα και με διάφορα στρατηγήματα ανάγκασαν τον αποσπασματάρχη Τζιαφέρ Τσιαούση και τον απαίσιο Ρουμάνο αρχιληστή Τραγιάν να φύγουν δια νυκτός από το χωριό τους.
Οργισμένοι όμως τώρα οι Τουρκαλβανοί ξεκίνησαν αμέσως στις 6-7 Νοεμβρίου από την Κόνιτσα και εξεστράτευσαν εναντίον της Βριάζας. Αλλά συνάντησαν σθεναράν αντίστασιν , όπως γράφει κάποια εφημερίδα της εποχής και ετράπησαν προς τη Βωβούσα.
Το ηθικό των Μπραζιωτών αναπτερώθηκε και ακολουθώντας το παράδειγμά τους επαναστάτησαν και τα άλλα χωριά της Λάκκας Αώου : το Αρμάτοβο με αρχηγό το Γιάννη Γκρόσο, οι Πάδες με επικεφαλής το Μουχτάρη τους Θανάση Παπόνη, το Παλαιοσέλι με τον ηρωικό Τενεκέ κλπ. Ήρθαν επίσης και οι οπλαρχηγοί : Κανιζιέλος αξιωματικός των Γαριβαδινών, Γεωργ. Τσιοκαντάνας και Νικ. Μπλατσής με τα παλικάρια τους και όλοι μαζί αποτέλεσαν μία υπολογίσιμη δύναμη. Ο Διοικητής Χωροφυλακής Κονίτσης Φετή εφένδης προσπάθησε με γράμματα και απεσταλμένους να τους κάνει να υποταχθούν, αλλά τίποτε δεν κατόρθωσε. Πολυάριθμα εξόρμησαν και πάλι αργότερα άτακτα τουρκαλβανικά στίφη. Δεν μπόρεσαν όμως να προχωρήσουν πέρα από τον αυχένα της Σιουσνίτσας, όπου οι αντάρτες είχαν οχυρωθεί μόνιμα.
Από τις 15 έως τις 25 Ιανουαρίου 1913 οι Βριαζιώτες αντάρτες έλαβαν μέρος στις διάφορες μάχες και αψιμαχίες που έγιναν γύρω από το Κεράσοβο, χτυπώντας τους Τούρκους από το δεξιό πλευρό τους από τα υψώματα του Σμόλικα. Αφού οι Τούρκοι πυρπόλησαν το απόγευμα της 25ης Ιανουαρίου το Κεράσοβο, αποσύρθηκαν στην Κόνιτσα αφήνοντας μόνο δύο λόχους, έναν στη Σταρίτσιανη (Πουρνιά) και ένα στη Μόλιστα.
Οι αντάρτες σχεδίαζαν να κατέβουν από τη σιουσνίτσα, Ζάροση και Τσιομπάνι και να τους αποκόψουν, διαλύσουν και αιχμαλωτίσουν.
Κάποιος άγνωστος κατάσκοπος όμως πρόδωσε τα σχέδιά τους στον περίφημο Τζιαβήτ πασιά που έμενε στην Κόνιτσα κι αμέσως εκείνος ετοίμασε δυο σώματα από 300 άντρες το καθένα και έστειλε το ένα μέσω Πεκλαδρίου (Πηγής) και το άλλο από τα στενά του Αώου και Ι. Μονή Στομίου, με εντολή να περικυκλώσουν και να εξοντώσουν τους κομμίτες .
Το μόνο που κατόρθωσαν τα δύο αυτά σώματα, ήταν να καταλάβουν -ύστερα από αρκετές απώλειες- και να λεηλατήσουν το χωριό Γκριζμπάνι (Ελεύθερο). Αποπειράθηκαν να προχωρήσουν και προς το Παλαιοσέλι αλλά αποκρούσθηκαν και καθηλώθηκαν. Ο Τζιαβήτ Πασιάς λύσσαξε τότε από το κακό του και ξεκίνησε τότε με όλες του της τις δυνάμεις 4.000 άντρες και με τα κανόνια και πολυβόλα του επετέθη κατά της διλοχίας Παπανικολάου που βρισκόταν στη Μόλιστα την οποία είχε απελευθερώσει στις 9 Φεβρουαρίου και κατά των ανταρτών που προάσπιζαν το Παλαιοσέλι. Επί έξι μέρες κάνουν επιθέσεις οι Τούρκοι, αλλά οι Έλληνες είναι ακλόνητοι. Τα Μπραζιώτικα παλικάρια ανδραγαθούν παλεύοντας -όπως ο Χρήστος Κ. Ευθυμίου- σώμα με σώμα με τους Τούρκους.
Τέλος στις 21 Φεβρουαρίου το απόγευμα ο Τζιαβήτ λαβαίνει τη θλιβερή γι αυτόν είδηση της πτώσεως των Ιωαννίν και υποχωρεί πανικόβλητος, αφού πυρπόλησε προηγουμένως αρκετά σπίτια του χωριού Γκριζμπάνι.
Οι αντάρτες κυνηγούν τους Τούρκους και φθάνουν στα υψώματα της Σιουσνίτσας και Κόνιτσας στην Καψάλα, όλου και διανυκτέρευσαν.
Την επομένη το πρωί στια 22-2-1913, οι Τούρκοι υποχωρούν προς το Μπουραζάνι εγκαταλείποντας την Κόνιτσα. Οι Έλληνες όμως δεν εμφανίζονται να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Επαρχίας. Οι ντόπιοι Τουρκοκονιτσιώτες που είχαν όπλα είχαν αρχίσει κάπως να αναθαρρεύουν. Ο Δεσπότης Σπυρίδων και οι πρόκριτοι, έστειλαν στις 23 Φεβρουαρίου στην επιτροπή στη Μόλιστα όπου έδρευε το Τάγμα Παπανικολάου και εκάλεσαν το διοικητή του να σπεύσει να καταλάβει την Κόνιτσα που είχε εκκενωθεί από τους Τούρκους.
Αυτός όμως τους απάντησε ότι περίμενε διαταγή από τον συνταγματάρχη Καλογερά για να κινηθεί και γύρισαν άπρακτοι.
Βλέποντας ο Δεσπότης Σπυρίδων ότι ο τακτικός στρατός δεν φαινόταν και τους ντόπιους Τούρκους να αναθαρρεύουν, στεναχωριόταν. Κυκλοφόρησε μάλιστα και μια φήμη -όχι αληθινή- πως ο ηγούμενος του Τεκέ της Κόνιτσας ο διαβόητος μπαμπά-Χαιντάρης είχε κρυμμένους Κολωνιάτες κακούργους μέσα στον Τεκέ, που θα έβγαιναν τη νύχτα να λιμουριάσουν την Κόνιτσα και οι κάτοικοί της σχεδόν άοπλοι όπως ήταν, άρχισαν να φοβούνται.
Έστειλε τότε κατά το δειλινό της 23ης Φεβρουαρίου 1913 ο Μητροπολίτης ένα σύνδεσμο και προσκάλεσε τους αντάρτες που ήταν στις γύρω κορυφές και κοντά στο ηλιοβασίλεμα φάνηκαν κιόλας αυτοί να κατεβαίνουν από το Κουρί. Ήταν καμιά εικοσαριά οι πρώτοι και οι περισσότεροι Μπριαζιώτες με τους καπεταναίους : Γούσια Μάιπαν, Μπλατσήν, Ρόφσιαν, Μπατσιοτέλον, Καραγιάννην κλπ.
Πρώτος τους αντελήφθη ο Αγησίλαος Παπαχρηστίδης και άρχισε να κρούει χαρμόσυνα την καμπάνα και να ζητωκραυγάζει. Οι αντάρτες έρριξαν δυο-τρεις ομοβροντίες στον αέρα ζητωκραυγάζοντας κι αυτοί και ο σημαιοφόρος των Γούσια Γεράσης, που θαλερός γέροντας μας αφηγήθηκε το 1977 στο Δίστρατο τα γεγονότα, σκαρφάλωσε στο κωδωνοστάσιο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Οι Χριστιανοί με επικεφαλής το Δεσπότη και τους Πρόκριτους τούς υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες και τους φιλοξένησαν, οι δε Τουρκοκονιτσιώτες ζάρωσαν στο καβούκι τους.
Οι αντάρτες ήθελαν να χαλάσουν τα σπίτια των μπέηδων και άλλων κακών Τούρκων, όπως του Χριστιανομάχου Σουλεϊμάν Εφέντη, τον Τεκέ του μπαμπά-Χαιντάρη και άλλα. Δεν τους άφησε όμως ο Δεσπότης.
Θα σας πω εγώ , τους είπε, που θα πάτε να κάνετε τέτοια πράγματα .
Και πραγματικά. Αφού την επόμενη κατέφθασε το Τάγμα του Παπανικολάου από τη Μόλιστα και κατέλαβε επισήμως την Κόνιτσα στις 24-2-1913 και σταμάτησε μη έχοντας διαταγή να προχωρήσει παραπέρα φώναξε με τρόπο ο Σπυρίδων τους αρχηγούς των ανταρτών και τους εξαπέστειλε να καταδιώξουν τους πανικόβλητους Τούρκους.
Τότε κατέστρεψαν και το Τουρκαλβανικό χωριό Μεσσαριά δίπλα από τη Μολυβδοσκεπαστή. Ήταν πατρίδα του στρατηγού Χασάν Ταξίν Πασιά που είχε παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στον Κωνσταντίνο αλλά είχε τους πιο φανατικούς και χριστιανομάχους τσιφλικούχους μπέηδες και αγάδες. Γύρισαν δε οι Μπριαζιώτες αντάρτες φορτωμένοι με πλούσια λάφυρα και ικανοποιημένοι.
Νομίζω πως αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και τα ονόματα όσων απ αυτούς μας μετέδωσε η μνήμη των γερόντων. Ήταν λοιπόν εκτός από τους αρχηγούς που προαναφέραμε οι εξής : Χρήστος Κ. Ευθυμίου, Δημήτριος (Τούσια) Παγανιάς, Νικόλαος Ζάραγκας, Βαγγέλης Μάρκου, Δημήτριος (Τούσιας) Τσιολέκης, Γούσιας Γεράσης, Γούσιας Τσαρούχης, Μανώλης Τσαρούχης, Γεώργιος Γκόκος, Γεώργιος Οικονόμου, Σωτήρης Μίχου, Δημήτριος Τσώνας, Κώστας Τσιολέκης, Ευάγγελος Τσιάρας, Ιωάν. Χρ. Κατσίμπαρης, Στέργιος Τάσιος, Χρήστος Αναγνώστου, Παπαθανάσιος Πίσπας Ευθύμιος Γιαννούσης, Στέργιος Χρ. Ευθυμίου και άλλοι που τα ονόματά τους δεν τα θυμόταν πλέον οι σύντροφοι και συμπολεμιστές τους.
Εκτός από τα ανταρτικά σώματα, μερικοί Βριαζιώτες είχαν καταταχθεί ως εθελοντές και στον ελληνικό στρατό. Γνωρίζουμε και έναν από αυτούς που εφονεύθει, είναι ο Βασίλειος Πίσπας ο οποίος έπεσεν υπέρ πατρίδος το 1913 στο Πρεντέλ Χαν.
Άλλοι γνωστοί φονευθέντες, εξαφανισθέντες ή αποβιώσαντες από τις κακουχίες του πολέμου στρατιώτες από τη Βριάζα μέχρι το 1922 είναι οι εξής :
Εμμανουήλ Τέγος εφονεύθη το έτος 1916 εις Καβάλαν, Νικόλαος Ι. Νίκος απεβίωσε στις 23-10-1918 στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων, Αθανάσιος Αλεξ. Πίσπας απεβίωσε στις 9-2-1920 εις Α.Σ.Ν. διακομιδής, Αδάμ Στεργ. Αναγνώστου απεβίωσε στις 5-3-1920 στο Α΄ στρατιωτικό νοσοκομείο διακομιδής, Εμμαν. Στεργ. Αναγνώστου εφονεύθη το 1921 εις Μ. Ασίαν, Δημήτριος Στεργ. Παγανιάς εφονεύθη το 1921 εις Μ. Ασίαν , Αθανάσιος Στυλιανού Γκόκος εφονεύθη στις 12-8-1921 εις Σαχιχλή Μ.Ασίας, Ευθύμιος Αθ. Αναγνώστου εφονεύθη στις 12-8-1921 εις Ταμπούρ Ογλού Μ. Ασίας, Χρήστος Γ. Κουτσομύτης εφονεύθη στις 23-8-1921 εις Μπαιμπούρ Μ. Ασίας, Αθανάσιος Γκόκος εφονεύθη το 1922 εις Μ. Ασίαν, Ιωάννης Νικ. Γκόκος εφονεύθη το 1922 εις Μ. Ασίαν, Θεόδωρος Κ. Σπανός εφονεύθη στις 18-8-1922 εις Κιουτάχειαν, Νικόλαος Αθ. Μάιπας εξηφανίσθη εις Μ. Ασίαν, Χρήστος Τέγου Νάκας εξηφανίσθη εις Μ. Ασίαν.
Τα παραπάνω ονόματα τα πήραμε από τους καταλόγους του Γ.Ε.Σ. Συμπίπτουν όμως και μερικά απ αυτά με εκείνα που έχομε παρμένα από προφορικές πηγές.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΚΑ
Επειδή δεν γράφομε ούτε είναι δυνατό σ εμάς να γράψομε την πλήρη ιστορία και λαογραφία του Διστράτου, διότι και οι πηγές και ο χρόνος μας λείπουν, θα αναφέρουμε εδώ προς χάριν εκείνου που θα καταπιασθεί μ αυτό το έργο και που θα πρέπει αυτός να είναι Διστρατιώτης (Μπραζιώτης), ότι σχετικό σημείωμα υπάρχει στο αρχείο και τις σημειώσεις μας.
Γύρω στα 1909 αναφέρεται ότι οι Μπραζιώτες εσκότωσαν έναν Τούρκο δασικό (ορμάν μεμούρ) που τους είχε κάψει την κάπα, κάνοντας τους κάθε λίγο μηνύσεις για λαθροϋλοτομία. Το πτώμα του βρέθηκε στον Περιβολιώτικο τόπο και οι Περιβολιώτες τραβήχτηκαν αρκετά με τους Τούρκους.
Έτος 1911. σκοτώθηκε στο Τσερνέσι του Ζαγορίου ο αποσπασματάρχης Ισμαήλ αγάς που μιλούσε και έγραφε καλά τα ελληνικά, διότι είχε φοιτήσει χρόνια στο σχολείο της Βριάζας όπου ο πατέρας του ήταν σταθμάρχης.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας γραφόταν το όνομα του χωριού Μπριάζα κάποτε όμως και Βριάζα. Μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε Κοινότης Βριάζας και στα 1927-28 μετονομάστηκε Δίστρατο.
Έτος 1915. Στον πρώτο εκλογικό κατάλογο του Διστράτου (Βριάζης) του έτους 1915 είναι εγγεγραμμένοι 281 άρρενες ψηφοφόροι. Απ αυτούς ήταν ταξιδεμένοι : 28 στην Αμερική και από το ένας στη Ρουμανία, στην Αγγλία και Βραζιλία.
Στις 15-6-1924 παραδόθηκε εθελουσίως στους αποσπασματάρχες Περιστέρην και Κολοβόν ο εκ Βριάζης καταγόμενος ληστής Γκόγκος.
Στις 30 11-1926 συνελήφθη ο Βασίλειος Γκόγκος εκ Βριάζης, διωκόμενος δια κατηγορίαν επί ληστεία.
Σε μα απογραφή του έτους 1938, το Δίστρατο ανεφέρεται ότι είχε 669 κατοίκους. Αλλά σε άλλη του 1945 υπήρχαν 10033 κάτοικοι.
Σε απογραφή ζώων του 1941 αναφέρεται ότι υπήρχαν στο Δίστρατο : 50 αγελάδες, 14 ταύροι, 31 φοράδες, 101 μουλάρια, 15 όνοι, 459 οικόσιτα πρόβατα και 53 γίδια.
Και λίγες ειδήσεις από την εποχή των πολέμων και της κατοχής 1940-1949.
Το Νοέμβριο του 1940 σκοτώθηκαν από τους υποχωρούντες Ιταλούς : ο Στέργιος Χρ. Ευθυμίου και ο Ηλίας Ραμαντάνης.
Το Δίστρατο πυρπολήθηκε δύο φορές από τους Γερμανούς, την πρώτη τον Οκτώβριο του 1943 και τη δεύτερη τον Ιούλιο του 1944. κάηκαν 220 σπίτια, το σχολείο και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν δε από τους Γερμανούς οι εξής : Γεώργιος Σβάρνας, Δέσπω Κουτσομύτη, Ελένη Γκαρέλη τους εκτέλεσαν στο χωριό Περιβόλι, Νικόλαος Καραγιάννης, Βασιλική Γ. Κατσίμπαρη, σουλτάνα Οικονόμου ή Μαργαρίτη του έκαψαν ζωντανούς.
Από τους Γερμανούς εφονεύθη επίσης στη μάχη της Αραχωβίτσας 19-10-1943 ο αντάρτης Βασίλης Πίσπας.
Και τώρα μερικά θύματα του εμφυλίου πολέμου.
Τον Αύγουστο του 1944 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτέλεσαν τους Χρήστο Κ. Καραγιάννη και Ηλία Γιαννούση με την κατηγορία του προδότου.
Ο λοχίας του ελληνικού στρατού Αντώνιος Στ. Τάσιος εφονεύθη στον Πύργο της Στράτσιανης και ο οπλίτης Βασίλης Παπευθυμίου στο Βίτσι.
Από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού 1946-1949 εκτελέστηκαν οι εξής : Χρήστος Ιωαν. Κουτσομύτης, Χρήστος κ. Κουτσομύτης, Στέργιος Γκόγκος, Ευθύμιος Γιάκας. Επίσης και ο Γεώργιος Γκόγκος παλιός μακεδονομάχος και αντάρτης του 1912-1913 και η σύζυγός του Δέσποινα και η Γιαννούλα Αδάμ. Μαργαρίτη εκτελέστηκαν με την κατηγορία ότι κατέδιδαν στον ελληνικό στρατό, όπου υπηρετούσαν τα παιδιά τους, τις κινήσεις των ανταρτών.
Από βόμβες και ρουκέτες των ελληνικών στρατιωτικών αεροπλάνων φονεύθηκαν μέσα στο χωριό η Ζωίτσα Αθ. Πίσπα και η Φραγκούλα Κ. Γεράση.
Έχουμε επίσης και τους αντάρτες που σκοτώθηκαν σε διάφορες μάχες του εμφυλίου πολέμου : Θεόδωρος Γκόγκος, Θεόδωρος Τσιάρας, Χρήστος Ρουσιάκης, Στέργιος Γκαρέλης, Κώστας Γώγος, Κώστας Καραγιάννης, Ελευθέριος Κατσίμπαρης, Ηλίας Γκόγκος. Και μια αντάρτίνα η Ζωίτσα Ι. Αγόρου-Μυτογιάννη.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Τα κυριότερα επαγγέλματα με τα οποία ασχολούντα οι παλιοί Μπραζιώτες ήταν του υλοτόμου, του κατρανά, του κτηνοτρόφου και του κερατζή (αγωγιάτη).
Οι περισσότεροι ήταν και είναι ακόμη υλοτόμοι και δασεργάτες και εργαζόταν -όπως και σήμερα- σε όλη την Ήπειρο, Θεσσαλία και Δυτική Μακεδονία. Στα παλιά χρόνια υπήρχαν υλοτόμοι που δεν μεταχειρίζονταν καθόλου το πριόνι. Ήταν τέλειοι τεχνίτες και μόνο με το τσεκούρι έβγαζαν γρεντές για πελεκητές και σχιστές για πατώματα και στέγες, πέταυρα, πέλες, πασσάλους και άλλα διάφορα όπως ξυλοδέματα και σανίδες ακόμη για πατώματα που παιδεύονταν κατόπι οι μαραγκοί ολόκληρες μέρες να τις πλανίζουν για να τις φέρουν σε λογαριασμό. Είχαν και τις σιάρες, μεγάλα χειροπρίονα που τα δουλεύανε ζευγάρι από δύο μαζί για να γκρεμίζουν και να τεμαχίζουν τους κορμούς των δέντρων. Σήμερα έχουν τα αλυσσοπρίονα γι αυτή τη δουλειά. Του κορμούς των δέντρων τους τετραγώνιζαν με το τσεκούρι και κατόπι τους έσχιζαν με τα μεγάλα χειροπρίονα (μπρατσόλια), βγάζοντας γρεντές, σανίδες κλπ. Κι αυτά φυσικά τα δουλεύανε ανά δύο τεχνίτες. Όπου υπήρχε κοντά νερό έστηναν και νεροπρίονα που τα αντικατέστησαν σήμερα οι λεγόμενοι καταρράκτες που κινούνται με υγρά καύσιμα και με ρεύμα. Έχουν και τις κορδέλες για ψιλότερες δουλειές.
Το να φτάσει κανείς και να εγκαταστήσει ένα υδροπρίονο (νεροπρίονο) απαιτούσε τέχνη, δεν ήταν εύκολη δουλειά. Υπήρχαν όμως αρκετοί τεχνίτες στο Δίστρατο και θα απαριθμήσουμε εδώ τα ονόματα όσων διέδωσε η παράδοση, αρχίζοντας από τους παλαιότερους και καταλήγοντας σ εκείνους (δυο-τρεις) που επιζούν ακόμη του 1980 : Αλέξιος Πίσπας, Γεράσης Γώγος, Ιωάννης Παναγιώτου, Δημήτριος Τσιάρας, Μανώλης Τσαρούχης, Γούλας Κατσίμπαρης, Τέγος Ευθυμίου, Ευάγγελος Αγόρου, Νούλης Μπάρμπας, Αδάμος Μαργαρίτης, Γιώργη Ζήσης, Γεώργιος Γούλας, Ιωάννης Κατσίμπαρης, Ευθύμιος Καρατζήμος, Πέτρος Οικονόμου.
Κατρανάδες που έφτιαχναν κατράνι ή κατράμι, θερμαίνοντας με ειδικό τρόπο το δαδί, ήταν αρκετοί. Το χρησιμοποιούσαν τότε σαν επουλωτικό για πληγές ζώων και ανθρώπων, σαν βάλσαμο, κατάπλασμα κλπ.
Άλλοι πάλι πήγαιναν χαμηλά στα χωριά που υπήρχε πουρνάρι και έβγαζαν φλοιό από τις ρίζες των πουρναριών και πουλούσαν στα Βυρσοδεψεία της Θεσσαλίας, ιδίως στο Βόλο.
Εκείνοι που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ήταν λίγοι, τέσσερις-πέντε οικογένειες.
Οι κερατσήδες πάλι ήταν αρκετοί και έφτανα με τα μουλάρια τους από την Πρέβεζα, Σαγιάδα, Αγίους Σαράντα και Αυλώνα ως την Κορυτσά, τα Μπιτώλια, τη Θεσσαλονίκη και το Βόλο, κουβαλώντας και μεταφέροντας : ταξιδιώτες, εμπορεύματα και ξυλείες. Να λοιπόν και τα ονόματα των κυριοτέρων από αυτούς : Χρήστος Παπαευθυμίου, Νικόλας Στ. Αθανασίου, Αθανάσιος Μάιπας, Ιωαν. Αδ. Γκόγκου, Θύμιος Τσιάρας, Αθαν. Παναγιώτου, Κώστας Μαργαρίτης, Γιάννης Οικονόμου, Αναστάσης Οικονόμου, Γεώργ. Γαλάνης, Νικόλας Μίχου, Χρήστος Κατσίμπαρης, Νικ. Καραγιάννης, Κώστας Κουτσομύτης, Μαργαρίτης Γιαννούσης, Κώστας Σπανός, Στέργιος Σπανός, Νικόλαος Μάιπας, Θανάσης Τσιολέκης κ.α.
Με άλλα επαγγέλματα λίγοι Μπριαζιώτες ασχολούνταν στα παλιά χρόνια.
Στον πρώτο εκλογικό κατάλογο που προαναφέραμε, το έτος 1915 το χωριό είχε 281 ψηφοφόρους και όλοι σχεδόν ήταν : υλοτόμοι, ανθρακείς (καρβουνιάρηδες και κατρανάδες), αγωγείς κλπ. Μόνο τρεις υπήρχαν δάσκαλοι. Ήταν όπως είδαμε και 30 ξενιτεμένοι στο εξωτερικό, 28 στις ΗΠΑ, ένας στη Βραζιλία και ένας στην Αγγλία. Υπήρχε τον περασμένο αιώνα και ένας χρυσοχόος στη Μπριάζα ο Αναγνώστης Μπάρμπας -που όπως προαναφέραμε- τον σκότωσε ο Σταλίκος.

ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ
Είναι και αυτά δύο συμπαθητικά και συνυφασμένα με την ζωή του κάθε χωριού επαγγέλματα και πρέπει να τα αναφέρουμε.
Παλιοί αγροφύλακες (ντραγάτηδες) του χωριού υπήρξαν οι εξής, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα (1980) : Δημήτρης Κουτσομύτης, Γιάννης Μακρυδήμας, Θανάσης Παπαευθυμίου, Γιάννης Γκρόσος-Καρακώστας μέχρι το 1913. Μετά την απελευθέρωση και πάλι ο Θανάσης Παπαευθυμίου και συνέχεια ο Γιάννης Αναστ. Πίσπας, ο Τέγος Πίσπας, Αθανάσιος Τσιολέκης μέχρι το έτος 1950. κατόπι ο Μιχαήλ Μιχώτας από το Παλαιοσέλι και τελευταίος ο Χρήστος Ντασταμάνης που υπηρετεί ακόμη 1990.
Και τώρα οι μύλοι και μυλωνάδες.
Κάτω χαμηλά στο ποτάμι ήταν ο μύλος του Τσιαπραγκάνη, που είχε και μαντάνια για να κατεργάζονται τις φανέλες και τα σαμαροσκούτια, καθώς και νεροτροβιά (ντριστέλα) για τα φλοκωτά : βελέντζες, σαισματα, κάπες και ταλαγάνια. Μυλωνάδες ήταν ο Τέγος Τσιαπραγκάνης και αργότερα ο γιος του Θανάσης.
Δεύτερο μύλος ήταν πιο απάνω στη γέφυρα και τον είχαν τρία αδέρφια : Κώστας, Νάκας και αναγνώστης Ευθυμίου. Είχε κι αυτός μαντάνια και νεροτροβιά.
Υπήρχε και τρίτος μύλος στο ποτάμι, πιο ψηλότερα ακόμη, επίσης με μαντάνια και νεροτροβιά. Μυλωνάδες δε σ αυτόν ήταν : ο Δημήτρης οικονόμου και ο Διονύσης Ρόφσιας.
Απάνω στο χωριό υπήρχαν άλλοι μύλοι, χωρίς μαντάνια και νεροτροβιές, που άλεθαν μονάχα το Χειμώνα και την Άνοιξη, όσο υπήρχε αρκετό νερό στα λακκώματα (χείμαρρους). Παλαιότερος ήταν ο μύλος του Θανάση Τσιπραγκάνη που δεν σώζεται ίχνος του. Άλλος ήταν του Τζήμου Γεράση. Τρίτος του Γιώργη Γκόγκου και κατόπι του γιου του Στυλιανού. Τέταρτος του Νικόλα Γούλα. Και πέμπτος του Αναγνώστη Μπάρμπα και των παιδιών του Δημήτρη και Σωτήρη που σώζεται ακόμη ερειπωμένος. Από το 1970 περίπου και δώθε κανένας πλέον μύλος δεν λειτουργεί στο Δίστρατο.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Ε Σ Π Α - «Ενίσχυση της Ίδρυσης και Λειτουργίας νέων Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων»

Εισόδημα απο Ελευθέρια Επαγγέλματα και υπόδειγμα Ιδιωτικού Συμφωνητικού.

Voucher Ανέργων ηλικίας 30-49 ετών με επίδομα 2.520€