Υποκεφαλαιοδότηση & η σημασία του δείκτη EBITDA
Το αρκτικόλεξο EBITDA (εμπιντά) προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Earnings Before Interest, Tax, Depreciation, and Amortization. Είναι δηλαδή ένας δείκτης, βάσει του οποίου εμφανίζονται τα κέρδη μιας οντότητας, πριν από την αφαίρεση των τόκων, των φόρων (εισοδήματος), και των αποσβέσεων (ενσώματων και άυλων παγίων). Όπως είναι γνωστό το μικτό κέρδος μιας επιχείρησης προκύπτει ως η διαφορά του κύκλου εργασιών[1], μείον το κόστος των πωληθέντων αποθεμάτων ή των παροχών υπηρεσιών, αναλόγως. Στη συνέχεια, αν από το μικτό κέρδος αφαιρεθούν τα λειτουργικά έξοδα, δηλαδή τα έξοδα διοίκησης και διάθεσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αποσβέσεις, το λειτουργικό κέρδος που προκύπτει, είναι το EBITDA, υπό την έννοια ότι δεν έχουν υπολογιστεί ακόμη τα χρηματοοικονομικά έξοδα και ο φόρος εισοδήματος. Ακολούθως, αν υπολογιστεί ο φόρος εισοδήματος και προστεθούν σε αυτόν τα χρηματοοικονομικά έξοδα (τόκοι) και οι αποσβέσεις, το δε άθροισμά τους (φόρος + τόκοι + αποσβέσεις) αφαιρεθεί από το EBITDA, προκύπτει το λογιστικό καθαρό κέρδος, το οποίο θα αυξήσει την καθαρή θέση.Σημειώνεται ότι ο δείκτης EBITDA χρησιμοποιείται από οικονομικούς αναλυτές και επενδυτές Χρηματιστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί το πραγματικό κέρδος μιας επιχείρησης, χωρίς να επηρεάζεται από τα τρία μεγέθη: Φόροι - Τόκοι - Αποσβέσεις. Υπενθυμίζεται ότι ο όρος Amortization αφορά τις αποσβέσεις των άυλων περιουσιακών στοιχείων, ενώ ο όρος Depreciation, αφορά τις αποσβέσεις των ενσώματων πάγιων περιουσιακών στοιχείων (Αγγλικοί όροι). Υπογραμμίζεται επίσης ότι στην έννοια φόρος περιλαμβάνεται το ποσό που προκύπτει ως επιβάρυνση επί των φορολογητέων εισοδημάτων της οντότητας, ενδεχομένως δε και τυχόν διαφορές φορολογικού ελέγχου ή αναβαλλόμενους φόρους. Κατά την άποψη αναλυτών, στο ποσό των φόρων που αφαιρούνται προκειμένου να υπολογιστεί ο EBITDA, δεν ανήκουν ποσά φόρων που συνιστούν λειτουργικά έξοδα ή συνήθεις φορολογικές επιβαρύνσεις (πχ ΦΠΑ που δεν εκπίπτει, τέλη χαρτοσήμου, τέλος επιτηδεύματος κ.λπ.) ή φόροι που ενσωματώνονται στο κόστος κτήσης αγαθών.
Στις καταστάσεις αποτελεσμάτων ΕΛΠ (κατά λειτουργία ή κατά είδος), σε σχέση με τον EBITDA, παρατηρούμε τα εξής:
- Το κονδύλι των (λογιστικών) αποσβέσεων εμφανίζεται μόνο στην κατάσταση κατά είδος, ενώ στην κατάσταση κατά λειτουργία, έχει επιμεριστεί μεταξύ των εξόδων διοίκησης και διάθεσης
- Το κονδύλι «Αποτελέσματα προ τόκων και φόρων» που παρουσιάζεται και στις δύο μορφές των καταστάσεων, συμπεριλαμβάνει τις αποσβέσεις.
- Ο φόρος εισοδήματος ή τυχόν αναβαλλόμενοι φόροι, προσδιορίζονται βάσει των φορολογικών διατάξεων και αποτελούν στοιχείο των καταστάσεων αποτελεσμάτων (βλέπε και την διαφορά λογιστικής και φορολογικής βάσης).
Παράδειγμα:
Κύκλος εργασιών…………………………………………………....20.000.000 ευρώ |
Κόστος πωληθέντων………………………………………………...15.000.000 ευρώ |
Λειτουργικά έξοδα (πλην αποσβέσεων)……………………………...2.500.000 ευρώ |
Αποσβέσεις (ενσώματων και άυλων)……………………………..…….500.000 ευρώ |
Χρηματοοικονομικά έξοδα……………………………………………...200.000 ευρώ |
Λειτουργικά έξοδα και αποσβέσεις που δεν αναγνωρίζονται στην |
φορολογική βάση……………………………………………………….100.000 ευρώ |
Φορολογικός συντελεστής…………………………………………………29% |
- Μικτό κέρδος = 20.000.000,00 – 15.000.000,00 = 5.000.000,00
- EBITDA = 5.000.000,00 – 2.500.000,00 = 2.500.000,00
- Λογιστικό αποτέλεσμα = 2.500.000,00 – [500.000,00 + 200.000,00] = 1.800.000,00
- Φορολογικό αποτέλεσμα = 1.800.000,00 + 100.000,00 = 1.900.000,00
- Φόρος εισοδήματος = 1.900.000,00 χ 29% = 551.000,00
- Καθαρό αποτέλεσμα για προσαύξηση καθαρής θέσης =
= 1.800.000,00 – 551.000,00 = 1.249.000,00
Η χρήση του EBITDA στην Φορολογία εισοδήματος:«Με την επιφύλαξη της παρ. 3, οι δαπάνες τόκων δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, στο βαθμό που οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπερβαίνουν το 30% των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA).
Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων καθορίζονται με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τους ελληνικούς κανόνες λογιστικής (σ.σ.: ΕΛΠ) με τις φορολογικές αναπροσαρμογές που προβλέπονται στον ΚΦΕ».
Το ως άνω πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 49 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 παρ. 4 περ. α΄ του Ν 4223/2013 . Η επιφύλαξη της παρ. 3, που αναφέρει στην αρχή της η σχολιαζόμενη διάταξη, αφορά στην πλήρη αναγνώριση των τόκων, ως εκπιπτόμενων επιχειρηματικών δαπανών, εφόσον το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000.000 ευρώ το χρόνο. Ωστόσο, με βάση τις διατάξεις της περ. α, της παρ. 9 του άρθρου 72 του ΚΦΕ (Ν 4172/2013 ), οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν 4223/2013, ορίζεται ότι ο συντελεστής 30% επί του EBITDA εφαρμόζεται για δαπάνες τόκων που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1/1/2017 και μετά. Κατά την μεταβατική περίοδο, δηλαδή στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1/1/2014 έως και την 31/12/2016 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές επί του EBITDA:
60% για το φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1/1/2014
50% για το φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1/1/2015
40% για το φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1/1/2016
και 30% για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1/1/2017
Οι κανόνες περί υποκεφαλαιοδότησης δεν είναι κάτι νέο στην ελληνική
φορολογική νομοθεσία, καθώς σχετικές ρυθμίσεις υπήρχαν και στον
προηγούμενο ΚΦΕ (Ν 2238/1994, άρθρο 39). Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι
αλλαγές σε σχέση με τον προηγούμενο ΚΦΕ είναι σημαντικές. Ειδικότερα,
παρατηρείται πλήρης μεταβολή του τρόπου υπολογισμού των εκπιπτόμενων
τόκων από τα ακαθάριστα έσοδα της δανειοδοτούμενης επιχείρησης, σε σχέση
με τον Ν 2238/1994 . Με το προηγούμενο καθεστώς ως βάση υπολογισμού,
προκειμένου να προσδιοριστεί το όριο των εκπιπτόμενων δαπανών τόκων,
ήταν τα ίδια κεφάλαια της δανειολήπτριας επιχείρησης. Επιπλέον, οριζόταν
ότι στις συμβάσεις δανείου που συνάπτονται μεταξύ συνδεδεμένων
επιχειρήσεων, δεν εκπίπτουν οι δεδουλευμένοι τόκοι που καταβάλλονται ή
πιστώνονται, κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων της
δανειοδοτούμενης από τις δανειοδότριες υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά
διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της
δανειοδοτούμενης.50% για το φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1/1/2015
40% για το φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1/1/2016
και 30% για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1/1/2017
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, στον Ν 4172/2013 (ΚΦΕ), η βάση υπολογισμού αποτελείται από τα φορολογητέα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA). Επιπλέον, οι καθαροί τόκοι δεν εκπίπτουν, στον βαθμό που υπερβαίνουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ποσοστά επί των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων, δηλαδή τον δείκτη ΕΒΙΤDΑ.
Ακολούθως, κρίνεται απαραίτητο να επεξηγηθεί ο όρος «πλεονάζουσες δαπάνες τόκων». Πλεονάζουσες δαπάνες τόκων είναι η διαφορά:
Χρεωστικοί τόκοι (έξοδα) μείον Πιστωτικοί τόκοι (έσοδα)
Οι ως άνω διατάξεις πάντως, δεν εφαρμόζονται για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν 1665/1986 και τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του Ν 1905/1990 που λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις αντίστοιχες ρυθμιστικές αρχές άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης, με νεότερη διάταξη ( περ. γʼ της νέας παρ. 9 του άρθρου 72 του ΚΦΕ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν 4223/2013 ), οι διατάξεις του άρθρου 49 δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, μόνο κατά το μέρος που αφορά στην εκτέλεση δημοσίου έργου ή την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μέσω σύμβασης παραχώρησης, κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, ή μέσω σύμβασης Σύμπραξης Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) κατά τις διατάξεις του Ν 3389/2005, οι οποίες συνάπτονται μέχρι και τις 31.12.2014.
άρθρο του Νίκου Σγουρινάκη
[1] Ορισμός ΕΛΠ: καθαρός κύκλος εργασιών = ετήσια ακαθάριστη εισροή οικονομικών ωφελειών που προέρχονται από τις συνήθεις δραστηριότητες της επιχείρησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου